- διαγράμμιση
- η1. διαίρεση μιας επιφάνειας με γραμμές, χαράκωμα, ρίζωμα2. σε επιταγές, η προσθήκη διαγωνίως δύο παράλληλων γραμμών για μεγαλύτερη ασφάλεια σε περίπτωση που χαθούν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαγραμμισμός — ο (AM διαγραμμισμός) ή διαγράμμιση 1. παιχνίδι το οποίο παίζεται με πεσσούς που κινούνται πάνω σε διαγραμμισμένο άβακα, παρόμοιο με τη σημερινή ντάμα … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek